- κυνοπόταμος
- κυνοπόταμος, ὁ (Μ)ο κάστορας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + ποταμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
σκυλοπόταμος — ο, Ν ζωολ. άλλη κοινή ονομασία τής βίδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + ποταμός. Ο τ. αποτελεί νεώτερη απόδοση τού μσν. κυνοπόταμος (πρβλ. ποταμόσκυλο)] … Dictionary of Greek